χλωρεγχυματικός

χλωρεγχυματικός
-ή, -ό, Ν [χλωρέγχυμα, -ύματος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χλωρέγχυμα
2. φρ. «χλωρεγχυματικά κύτταρα» — κύτταρα που περιέχουν άφθονη χλωροφύλλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”